περιτροπή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτροπῇ — περιτροπέω revolving pres subj mp 2nd sg περιτροπέω revolving pres ind mp 2nd sg περιτροπέω revolving pres subj act 3rd sg περιτροπέω revolving pres subj mp 2nd sg περιτροπέω revolving pres ind mp 2nd sg περιτροπέω revolving pres subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτροπαῖς — περιτροπή fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτροπαί — περιτροπή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτροπήν — περιτροπή fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτροπάδην — Α επίρρ. με περιτροπή, με αναστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιτροπή + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] … Dictionary of Greek
ПРОТАГОР — ПРОТАГОР (Προταγόρας) из Абдер (ок. 485 415 до н. э.), основоположник движения софистов, ритор, философ, политический деятель. Жизнь. Род. в г. Абдеры во Фракии. Известный в изложении Диогена Лаэртия рассказ о том, что П. в молодости был… … Античная философия
μετάληψη — η (ΑM μετάληψις) [μεταλαμβάνω] 1. μετοχή, συμμετοχή («ἀρκεῑ δὴ ἐπὶ λόγων μεταλήψει μεῑναι ἐνδελεχῶς καὶ ξυντόνως», Πλάτ.) 2. εκκλ. α) η συμμετοχή τών κληρικών και τών πιοτών στο μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίας μετά τον αγιασμό τών Τιμίων Δώρων, η… … Dictionary of Greek
σκυτάλη — Είδος μικρού ραβδιού, που τη χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη οι έφοροι για την αποστολή των μυστικών μηνυμάτων τους στο εξωτερικό, σε στρατηγούς, βασιλιάδες και άλλους επίσημους. Τύλιγαν μια στενή άσπρη δερμάτινη ταινία γύρω από ένα… … Dictionary of Greek
ύπερος — Θηλυκό ανθικό όργανο των φυτών που φέρουν άνθη (Ανθόφυτα ή Φανερόγαμα). Οι ύ. θεωρούνται διαφοροποιημένα φύλλα (καρπόφυλλα), από τα οποία, με σύντηξη των άκρων τους, σχηματίζεται η ωοθήκη, ο στύλος και το στίγμα, τα οποία ως σύνολο αποτελούν το… … Dictionary of Greek